- κατατσακίζω
- κατατσάκισα, κατατσακίστηκα, κατατσακισμένος1. τσακίζω σε πολλά μικρά τεμάχια: Το κατατσάκισε το παιχνιδάκι του.2. καταβασανίζω: Μας κατατσάκισαν στις ασκήσεις.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.